- πρωθήβης
- πρωθ-ήβης (πρῶτος, ἥβη): in the prime or ‘bloom’ of youth.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πρωθήβης — in the prime of youth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθήβης — ὁ, ΜΑ, και τ. θηλ. πρωθήβη και πρωθῆβις, ήβεως, Α αυτός που βρίσκεται στην πρώτη ακμή τής ήβης, που διανύει την αρχή τής εφηβικής ηλικίας, ο νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἥβη] … Dictionary of Greek
πρωθῆβαι — πρωθήβης in the prime of youth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθήβη — πρωθήβης in the prime of youth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθήβην — πρωθήβης in the prime of youth masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθήβῃ — πρωθήβης in the prime of youth masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθήβας — πρωθήβᾱς , πρωθήβης in the prime of youth masc acc pl πρωθήβᾱς , πρωθήβης in the prime of youth masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώθηβος — ον, Α ο πρωθήβης. * [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. έφ ηβος] … Dictionary of Greek
πρωθήβου — πρώθηβος masc/fem/neut gen sg πρωθήβης in the prime of youth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)